- λάκα
- Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται αδιάλυτα χρώματα που αποτελούνται από μια χρωστική οργανική ουσία στερεοποιημένη σε μια ανόργανη που ονομάζεται υπόστρωμα ή βάση. Η ανόργανη ουσία αποτελείται συνήθως από οξείδια χρωμίου ή αργίλου, από ένα θειικό άλας βαρίου ή ασβεστίου, ή από άλλα οξείδια, όπως του μολύβδου, του σιδήρου και του ψευδαργύρου, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται ανακατεμένα.
Τα οργανικά χρώματα, και κυρίως τα φαινολικά, στερεοποιούνται με χημικό τρόπο πάνω στα διάφορα υποστρώματα, με καθίζηση των διαλυμάτων τους, και έτσι σχηματίζουν τις λ.
Σε μερικές περιπτώσεις, οι λ. μπορεί να αποτελούνται μόνο από μία αδρανή ουσία ή υπόστρωμα, όπως είναι ο γύψος, η κιμωλία κλπ., και από το χρώμα που έχει στερεοποιηθεί όχι χημικά αλλά με μηχανική απορρόφηση. Ως λ. θεωρούνται γενικότερα ακόμα και τα χρωστικά προϊόντα που λαμβάνονται με υπόστρωμα αλκυλοκυτταρινών. Οι λ. χρησιμοποιούνται ευρύτατα στις βιομηχανίες βερνικιών, ελαιοχρωμάτων, υδατοχρωμάτων, λιθογραφικών και τυπογραφικών μελανιών, καθώς και στις υφαντουργίες για την εκτύπωση σχεδίων σε υφάσματα.
Τέχνη. Ο όρος λ. είναι περσικής καταγωγής. Λακ ονόμαζαν οι Πέρσες την τεχνική της κατεργασίας της λ. που είχε εισαχθεί τον 15o αι. στη χώρα τους από την Κίνα. Με την περσική ονομασία, η τεχνική αυτή διαδόθηκε στην Τουρκία και στην Ινδία. Τoν 17o αι. η Εταιρεία των Ινδιών μετέφερε στην Ευρώπη από το λιμάνι Κορομαντέλ αντικείμενα κατεργασμένα με λ. που ήταν περιζήτητα στα αριστοκρατικά σαλόνια και ονομάστηκαν λ. του Κορομαντέλ, αν και εισάγονταν και από την Κίνα, την Κορέα και την Ιαπωνία. Η λ. παράγεται από τον πυκνό, γαλακτώδη, υποκίτρινο και διαφανή χυμό που εκκρίνει το δέντρο Rhus vernicifera όταν χαραχθεί ο κορμός του. Το φυτό αυτό, πολύ διαδεδομένο στις περιοχές της κεντρικής και νότιας Κίνας, χρησιμοποιήθηκε εκεί για την παραγωγή λ. από τους αρχαίους χρόνους.
Οι πρώτες γνωστές λ. βρέθηκαν στους τάφους του Τσανγκσάν και ανάγονται στην περίοδο μεταξύ της φάσης των Μαχόμενων Βασιλείων και της αρχής της αυτοκρατορίας Χαν (5ος-3ος αι. π.Χ.). Από την Κίνα φαίνεται ότι η τεχνική της κατεργασίας της λ. πέρασε στην Κορέα (οι λ. του Λο Λανγκ χρονολογούνται στον 1o-2o αι. μ.Χ.) και αργότερα στην Ιαπωνία, όπου τον 7o αι. μ.Χ. ένα αυτοκρατορικό διάταγμα παραχωρούσε ιδιαίτερα προνόμια στους καλλιεργητές της Rhus vernicifera, ενώ με ένα δεύτερο αυτοκρατορικό διάταγμα ιδρυόταν και η πρώτη αυτοκρατορική βιοτεχνία της λ. Η παλαιότερη καλλιτεχνική λ. της Ιαπωνίας είναι ο σκαραβαίος του Ταμαμούσι με χρυσές διακοσμήσεις και ιριδίζοντα φτερά σε μαύρο φόντο, έργο κορεατικής κατασκευής, που φυλάσσεται στον ναό Χοριουτζί της αρχαίας πρωτεύουσας Νάρα (710-794). Οι Ιάπωνες τελειοποίησαν και εμπλούτισαν με διάφορες τεχνικές την τέχνη της λ., τόσο ώστε τον 15o αι. οι Κινέζοι έστειλαν στην Ιαπωνία ένα καλλιτέχνη για να τη μελετήσει. Στο Τονκίν (Βιετνάμ), όπου υπάρχουν ακόμα οι μεγαλύτερες φυτείες της Rhus vernicifera, και στην Ταϊλάνδη χρησιμοποιήθηκε εντελώς διαφορετική τεχνική. Όταν στην Ευρώπη επικράτησε η τάση των κινεζικών διακοσμήσεων, διαδόθηκε και η τέχνη της λ., αλλά ούτε η πρώτη ύλη ήταν ίδια με την κινεζική ούτε και οι Ευρωπαίοι τεχνίτες –παρότι αρχικά απομιμήθηκαν τα ανατολικά σχέδια (δράκοντες και φοίνικες μέσα σε άνθη και σύννεφα, φανταστικά τοπία, άνθη και πουλιά)– έφτασαν στο ύψος των τεχνιτών της Ανατολής και στη λεπτή επεξεργασία του υλικού. Από τους Ευρωπαίους τεχνίτες διακρίθηκαν οι Βενετσιάνοι, οι οποίοι στις αρχές του 18ου αι. χρησιμοποίησαν ένα βερνίκι ονομαζόμενο σαντράκα.
Βενετσιάνικη λάκα επιχρισμένη σε κορνίζα καθρέφτη.
Ιαπωνική λάκα σε μικρό κουτί για φαρμακευτικές σκόνες.
* * *ηβλ. λάκκα.
Dictionary of Greek. 2013.